- σεβαστοκρατόρισσα
- η, ΝΜβλ. σεβαστοκράτορας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Sebastocrátor — (en griego: σεβαστοκράτωρ; sebastokratōr, búlgaro y serbio Севастократор, sevastokrator) fue un título nobiliario en el Imperio bizantino. También fue utilizado por los gobernantes de otros estados que limitaban con el imperio o estaban dentro de … Wikipedia Español
Севастократор — Болгарский севастократор Калоян и его жена Десислава Севастократор (греч. σεβαστοκράτω … Википедия
σεβαστοκράτορας — ο / σεβαστοκράτωρ, ορος, θηλ. σεβαστοκρατόρισσα, ΝΜ βυζαντινό αξίωμα που απονεμήθηκε, για πρώτη φορά, από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό στον αδερφό του Ισαάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεβαστός + κράτωρ (βλ. αυτό κράτωρ)] … Dictionary of Greek
Μανασσής, Κωνσταντίνος — (12oς αι.). Βυζαντινός συγγραφέας και χρονογράφος. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ 1120 και 1130 μ.Χ. Ήταν συγγενής της οικογένειας των Αποκαύκων. Σπούδασε στη γενέτειρά του και αργότερα έγινε δάσκαλος. Μεταξύ του 1142 και του 1152… … Dictionary of Greek